- πρωτοκύμων
- -ονος, ὁ, ἡ, Ααυτός που για πρώτη φορά κυοφορεί («νεανίσκος ἔρωτος πρωτοκύμων οὐ δεῑται διδασκαλίας πρὸς τὸν τοκετόν», Αχιλλ. Τάτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)-* + -κύμων (< κῦμα «κύημα, έμβρυο, βλαστάρι»), πρβλ. πολυ-κύμων].
Dictionary of Greek. 2013.